νοσοῦσα

νοσοῦσα
νοσέω
to be sick
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νοσούσας — νοσούσᾱς , νοσέω to be sick pres part act fem acc pl (attic epic doric) νοσούσᾱς , νοσέω to be sick pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσοῦσ' — νοσοῦσα , νοσέω to be sick pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) νοσοῦσι , νοσέω to be sick pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) νοσοῦσι , νοσέω to be sick pres ind act 3rd pl (attic epic doric) νοσοῦσαι , νοσέω to be sick… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβις — (I) εως, Α πρεσβευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. τού πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε ις, εως]. (II) εως, ἡ, Α 1. ηλικία («κατά πρέσβιν» κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.) 2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.) 3. η σύζυγος τού… …   Dictionary of Greek

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”